- μεγάλον
- μέγαςbigneut voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέγαλον — μέγας big masc acc sg μέγας big neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… … Dictionary of Greek
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
νεοσπαραγμένος — η ο αυτός που κατακομματιάστηκε πρόσφατα, αυτός που κατασπαράχθηκε πρόσφατα («μεγάλον κορμί νεοσπαραγμένον περνάει», Κάλβ.) … Dictionary of Greek
παραπόδιος — ο / παραπόδιος και ποιητ. τ. παρπόδιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραπόδιο ζωολ. α) πλευρική προέκταση σε κάθε μεταμερές τού σώματος τών πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων το οποίο φέρει μεγάλον αριθμό μεταξωδών σμηρίγγων και χρησιμεύει στο ζώο … Dictionary of Greek
Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης — Ελληνικό σχολείο της Σμύρνης (1733 1922). Υπήρξε το σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ιδρύθηκε από τρεις φιλόμουσους Σμυρναίους, τους Παντελή Σεβαστόπουλο, Γεώργιο Όμηρο και Ζωρζή Βιτάλη, με σκοπό «την διάδοσιν… … Dictionary of Greek
Τοπλού — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαιοκάστρου. Τ. μονή. Μοναστήρι στην περιοχή Σητείας της Κρήτης, η ονομασία του οποίου ανάγεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και… … Dictionary of Greek
БОЛЬШОЙ МЕТЕОРСКИЙ МОНАСТЫРЬ — Преображенский собор Преображенский собор[греч. Μεγάλον Μετέωρον] в честь Преображения Господня (Стагонская и Метеорская митрополия Элладской Церкви), муж., действующий. Расположен на самой высокой (613 м) из Метеорских скал. Основан прп.… … Православная энциклопедия